συναρτύω

συναρτύω
και συναρτύνω Α
1. παρέχω τα απαραίτητα για τον εξοπλισμό κάποιου, εξοπλίζω («ἀσπίσι νῆα συναρτύσαντες», Απολλ. Ρόδ.)
2. (σχετικά με εδέσματα) καρυκεύω με τον ίδιο τρόπο ή καρυκεύω επιπροσθέτως
3. (κατά τον Ησύχ.) συναρμόζω
4. (στο Άργος και στην Επίδαυρο) είμαι συνάρχων
5. μέσ. συναρτύνομαι και συναρτύομαι
προσφέρω τη βοήθειά μου προκειμένου να συντελεστεί κάτι, βοηθώ στην πραγματοποίηση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρτύω / ἀρτύνω «ετοιμάζω, σχεδιάζω, καρυκεύω το φαγητό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • συναρτύνω — Α βλ. συναρτύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”